- γεωργεῖσθαι
- γεωργέωto be a husbandmanpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμνώ — λιμνῶ, όω (Α) [λίμνη] 1. μεταβάλλω σε λίμνη 2. παθ. λιμνοῡμαι, όομαι καλύπτομαι από ὕδατα, γίνομαι λίμνη («ἀναψύχειν τοὺς λιμνωθέντας τόπους καὶ γεωργεῑσθαι παρέχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
συγκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία 2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.) 3. παθ. συγκτίζομαι α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες… … Dictionary of Greek